- σεισματίας
- σεισματίᾱς , σεισματίαςshaking: masc acc plσεισματίᾱς , σεισματίαςshaking: masc nom sg (attic epic doric aeolic )σεισματίᾱς , σεισματίηςmasc acc plσεισματίᾱς , σεισματίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.